Η Βιωσιμότητα Των Επιχειρήσεων Τροφίμων Απέναντι Στην Κρίση

Στην προσπάθεια ρεαλιστικής αντιμετώπισης των επιπτώσεων της κρίσης στην αλυσίδα τροφίμων είναι απαραίτητο να λάβουμε υπ’ όψιν τόσο τις οικονομικές και εμπορικές ανακατατάξεις που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια όσο και τις συνέπειές τους. Αναμφίβολα, η προσπάθεια μείωσης των δαπανών αποτελεί σήμερα έναν από τους βασικότερους στόχους μιας επιχείρησης προκειμένου να αντιμετωπίσει την οικονομική κρίση. Στο πλαίσιο αυτής της προσπάθειας παρατηρείται μια διαρκής αύξηση των επιχειρήσεων τροφίμων που διακόπτουν την πιστοποίηση των συστημάτων Διαχείρισης Ασφάλειας Τροφίμων (ΣΔΑΤ) διακυβεύοντας έτσι όχι μόνο την ποιότητα των προϊόντων τους αλλά και την ασφάλεια τους. Επιπλέον, στον τομέα του απασχολούμενου προσωπικού παρατηρείται μείωση των εκπαιδεύσεων, η οποία σε συνδυασμό με την αύξηση των μαζικών απολύσεων και την πρόσληψη φθηνού ανειδίκευτου ή λιγότερο ειδικευμένου προσωπικού συνιστά έναν ακόμη παράγοντα σημαντικής αύξησης των κινδύνων από μη – ασφαλή προϊόντα. Αυτό το κλίμα ελαστικής θεώρησης της επικινδυνότητας ενισχύεται από την μείωση των συστηματικών ελέγχων από τους κρατικούς φορείς λόγω μείωσης των κρατικών δαπανών και συνεπώς έλλειψης προσωπικού.

 

Μολονότι οι ενέργειες στις οποίες προβαίνουν οι επιχειρηματίες έχουν στόχο την κατά το δυνατόν εξασφάλιση της βιωσιμότητας της εταιρείας τους, τελικά φαίνεται να την πλήττουν· το ύψος των προστίμων, η δυσφορία ή απογοήτευση των καταναλωτών καθώς και η βλάβη στην υγεία τους σίγουρα μειώνουν σημαντικά την πιθανότητα επιβίωσης μιας επιχείρησης. Ταυτόχρονα, το κράτος λόγω της μείωσης των ελέγχων συμβάλλει στην όξυνση του ήδη υπάρχοντος αθέμιτου ανταγωνισμού, καθώς πληθαίνουν οι εταιρείες που δεν πληρούν τις νομικά υποχρεωτικές προδιαγραφές αλλά λειτουργούν και ανταγωνίζονται εταιρείες που είναι τυπικές και νόμιμες. Καθίσταται λοιπόν σαφές ότι χωρίς άμεσες λύσεις και μέτρα οι αρνητικές συνέπειες τις κρίσης θα είναι ακόμα σοβαρότερες στο μέλλον για την αλυσίδα τροφίμων αλλά πολύ περισσότερο για τους ίδιους τους καταναλωτές, των οποίων η ασφάλεια απειλείται.

 

Υπάρχουν βέβαια ήδη κάποιες κινήσεις που μπορούν να κάνουν οι επιχειρηματίες, ώστε να μειώσουν το κόστος του αυτοελέγχου χωρίς να δρουν εις βάρος της ασφάλειας. Η σωστή διερεύνηση της αγοράς των παρεχόμενων υπηρεσιών (αναλύσεων, εκπαίδευσης, διακριβώσεων κ.α.) καθώς και η εξέταση της συγκεντρωτικής ανάθεσης σε ένα σύμβουλο μπορεί να συμβάλλει στην μείωση των δαπανών. Επιπρόσθετα, θα μπορούσε να ζητηθεί από το σύμβουλο μια πιο ρεαλιστική ανάλυση κινδύνων (risk analysis) ώστε να γίνει καλύτερη διαχείριση των κινδύνων (risk management), με αποτέλεσμα να μειωθούν τα έξοδα αναλύσεων, διακριβώσεων και λοιπών υπηρεσιών χωρίς να παραβιάζονται τα όρια που έχουν προκύψει από την αξιολόγηση κινδύνων (risk assessment) και από τα υφιστάμενα συστήματα διασφάλισης του τροφίμου. Σε κάθε περίπτωση, είναι σημαντικό να αναλογίζονται οι επιχειρήσεις τροφίμων ότι το κόστος πρόληψης είναι πάντοτε μικρότερο από το κόστος της μη συμμόρφωσης στις νομικά κατοχυρωμένες απαιτήσεις λειτουργίας.

 

Αθηνά Ευμορφοπούλου (MSc), Σύμβουλος Επιχειρήσεων Τροφίμων – Επικεφαλής Επιθεωρητής