Όταν Η Διασφάλιση Της Ποιότητας Γίνεται Εργαλείο Marketing

Η εφαρμογή συστημάτων διαχείρισης ποιότητας στις επιχειρήσεις είναι πλέον ιδιαίτερα διαδεδομένη, καθώς συμβάλλει καταλυτικά στην διασφάλιση και βελτίωση της ποιότητας τόσο των προϊόντων μιας επιχείρησης όσο και των προσφερόμενων υπηρεσιών. Ο γενικότερος μηχανισμός πιστοποίησης και μετέπειτα ελέγχου των επιχειρήσεων είναι πλέον οργανωμένος και εξαιρετικά εξειδικευμένος εξασφαλίζοντας κατά ένα μεγάλο βαθμό την άρτια λειτουργία του και την αποτελεσματικότητα του. Παρά ταύτα είναι δυνατόν να εντοπιστούν αρκετά παραδείγματα παρατυπιών τόσο από φορείς πιστοποίησης όσο και από τις ίδιες τις επιχειρήσεις που εφαρμόζουν συστήματα ποιότητας. Μέσα από την κατάδειξη τέτοιων λανθασμένων πρακτικών διευκολύνεται η καταπολέμηση τους από όλους του εμπλεκόμενους παράγοντες και κατ’ επέκταση η ορθή και απολύτως παραγωγική λειτουργία των συστημάτων διαχείρισης ποιότητας.

 

Μέσα στην τελευταία δεκαετία, στο πλαίσιο μιας προσπάθειας κρατικών φορέων να αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων, σχεδιάστηκαν και εγκρίθηκαν πολλά προγράμματα επιδοτήσεων που προέβλεπαν την εφαρμογή συστημάτων διαχείρισης ποιότητας. Ακολούθησε μια ολοένα αυξανόμενη προσπάθεια των επιχειρήσεων για βελτίωση της ποιότητας των υπηρεσιών που παρείχε η καθεμιά ξεχωριστά. Πέραν όμως των πολύ σημαντικών πλεονεκτημάτων αυτής της νέας κατεύθυνσης διαπιστώθηκαν και αρνητικές επιπτώσεις στον τομέα της πιστοποίησης. Συγκεκριμένα, παρατηρήθηκε αύξηση της ίδρυσης φορέων πιστοποίησης (διαπιστευμένων και μη), κάποιοι από τους οποίους λόγω της μεγάλης ζήτησης δεν στόχευαν στην άριστη ποιότητα των υπηρεσιών τους. Επιπροσθέτως, πολλές επιχειρήσεις κατάφεραν να πιστοποιηθούν με τη βοήθεια της επιδότησης χωρίς όμως να είναι σε θέση να υποστηρίξουν τις απαιτήσεις ενός συστήματος ποιότητας.

 

Έτσι φαίνεται να έχει διαμορφωθεί μια πραγματικότητα η οποία περιλαμβάνει αφενός επιχειρήσεις που εγκαταλείπουν την εφαρμογή του συστήματος ποιότητας που τους εκπροσωπούσε μετά την πιστοποίηση τους, και αφετέρου μια αγορά κορεσμένη στην οποία ο ανταγωνισμός αυξάνεται με βασικό κριτήριο την τιμή και όχι τις υπηρεσίες που παρέχει ο κάθε φορέας πιστοποίησης. Μεγεθύνοντας το φάσμα παρατήρησης των επιδράσεων του παραπάνω φαινομένου διαπιστώνεται μια μορφή αθέμιτου ανταγωνισμού μεταξύ μιας επιχείρησης που θα τηρήσει πιστά τις διατάξεις και θα επιβαρυνθεί με επιπλέον κόστος, το οποίο θα περάσει στο προϊόν της, και μεταξύ μιας άλλης επιχείρησης που έχει πιστοποιηθεί χωρίς να ακολουθεί τις απαιτήσεις του οποιουδήποτε προτύπου. Στόχος λοιπόν είναι οι επιχειρήσεις να προχωρούν συνειδητά στην εφαρμογή ενός συστήματος ποιότητας καθώς και να δεσμεύονται για την αυστηρή τήρηση του και όχι να το αντιμετωπίζουν απλώς ως ένα εργαλείο marketing. Ταυτόχρονα, οι φορείς πιστοποίησης να ελέγχουν σχολαστικά τα εφαρμοζόμενα συστήματα προκειμένου να διασφαλιστεί η πλήρης συμμόρφωση με το εκάστοτε πρότυπο.

 

Προκειμένου οι επιχειρήσεις να μπορούν να κάνουν χρήση των εξαιρετικά σημαντικών υπηρεσιών που παρέχουν οι φορείς πιστοποίησης οφείλουν να κατανοήσουν ότι κανένα σύστημα ποιότητας δεν είναι από μόνο του αρκετό για να βάλει σε τάξη τις λειτουργίες ενός οργανισμού. Προς αυτήν την κατεύθυνση, είναι απαραίτητο να στοχεύουν στην συνεχή βελτίωση τους, στην τήρηση των απαιτήσεων που έχουν τεθεί καθώς και στη συνεχή εκπαίδευση.

 

Καταλήγοντας, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η σωστή αξιοποίηση και λειτουργία όλης της διαδικασίας πιστοποίησης τόσο από την πλευρά των φορέων όσο και των επιχειρήσεων μπορεί σαφώς να συμβάλει στην αύξηση της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών επιχειρήσεων σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, καθιστώντας τες πιο ισχυρές απέναντι στις οικονομικές διακυμάνσεις που χαρακτηρίζουν την σημερινή αγορά.

 

Αθηνά Ευμορφοπούλου (MSc), Σύμβουλος Επιχειρήσεων Τροφίμων – Επικεφαλής Επιθεωρητής